- ευθυγραμμίζω
- ευθυγραμμίζω, ευθυγράμμισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ευθυγραμμίζω — [ευθύγραμμος] φέρω ή τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα σε ευθεία γραμμή («ευθυγραμμίζω τον δρόμο») … Dictionary of Greek
ευθυγραμμίζω — ευθυγράμμισα, ευθυγραμμίστηκα, ευθυγραμμισμένος 1. τοποθετώ σε ευθεία γραμμή πρόσωπα ή πράγματα. 2. κάνω κάτι ευθύγραμμο. 3. μτφ., κάνω κάποιον να συμφωνήσει, να προσαρμοστεί με μια άποψη: Η πολιτική του ευθυγραμμίζεται με τις περιστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθυγράμμιση — και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω] 1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή) 2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία … Dictionary of Greek
ευθυγραμμώ — [ευθύγραμμος] ευθυγραμμίζω … Dictionary of Greek
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek
ιθύνω — (ΑΜ ἰθύνω) [ιθύς] 1. κάνω κάτι ευθύ, ευθυγραμμίζω, ισιώνω 2. κυβερνώ, διοικώ 3. (η μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ιθύνοντες αυτοί που κυβερνούν, οι επικεφαλής νεοελλ. διευθύνω, δίνω κατευθύνσεις που καθορίζουν και τη ζωή τών άλλων (α. «ο… … Dictionary of Greek
ισιώνω — και ισώνω [ίσιος / ίσος] κάνω κάτι ίσο, ευθυγραμμίζω, εξομαλύνω, ισοπεδώνω … Dictionary of Greek
ορθοτομώ — (ΑΜ ὀρθοτομῶ, έω) [ορθοτόμος (Ι)] 1. τέμνω σε ευθεία γραμμή, ευθυγραμμίζω τέμνοντας 2. μτφ. δίνω την ορθή κατεύθυνση, ερμηνεύω ή διδάσκω κάτι σωστά … Dictionary of Greek
ευθυγραμμώ — βλ. ευθυγραμμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυγίζω — ζύγισα, ζυγίστηκα, ζυγισμένος 1. βρίσκω το βάρος κάποιου σώματος με τη ζυγαριά. 2. μτφ., υπολογίζω από πριν τις συνέπειες των λόγων μου ή των πράξεών μου: Ζυγίζει κάθε λέξη που θα πει. 3. ευθυγραμμίζω: Ζυγίζω το νήμα της στάθμης. 4. τοποθετώ σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)